επαξιος

επαξιος
    ἐπάξιος
    ἐπ-άξιος
    2 и 3
    1) достойный, заслуживающий, стоящий
    

(τῆς δίκης Aesch.; θαυμάτων Eur.; σπουδῆς οὐ πολλῆς τινος ἐ. Plat.)

    ἐ. κατοικτίσαι Soph. — достойный сожаления

    2) подобающий, приличествующий
    

(γάμοι Soph.)

    3) заслуживающий упоминания
    

(νόμιμα Her.). οὐκ ἐπάξια Plut. пустяки

    4) доставшийся по заслугам, заслуженный
    

(στέφανος Pind.; ἄλγος Aesch.)

    κυρεῖν τῶν ἐπαξίων Aesch. — получить по заслугам


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επαξιος" в других словарях:

  • ἐπάξιος — a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάξιος — α, ο (AM ἐπάξιος, ία, ον) 1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατ αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • επάξιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται ή δίνεται σύμφωνα με αξία ή δίκαια, αντάξιος, που αξίζει τον κόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαξίων — ἐπάξιος a fem gen pl ἐπάξιος a masc/neut gen pl ἐπᾱξίων , ἐπάγνυμι break fut part act masc nom sg (doric) ἐπάγω bring on fut part act masc nom sg (doric) ἐπᾱξίων , ἐπαξιόω think right imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπᾱξίων , ἐπαξιόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίως — ἐπάξιος a adverbial ἐπάξιος a masc acc pl (doric) ἐπᾱξίως , ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάξιον — ἐπάξιος a masc acc sg ἐπάξιος a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίαις — ἐπάξιος a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίοις — ἐπάξιος a masc/neut dat pl ἐπᾱξίοις , ἐπάγνυμι break fut opt act 2nd sg (doric) ἐπάγω bring on fut opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίους — ἐπάξιος a masc acc pl ἐπᾱξίους , ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐπαξιόω think right imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίῳ — ἐπάξιος a masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάξια — ἐπάξιος a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»